τρατάρης

τρατάρης
ο
πληθ. -ηδες, ψαράς της τράτας, κυβερνήτης ή ιδιοκτήτης τράτας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τρατάρης — ο, Ν ο εργαζόμενος σε τράτα ή ο ιδιοκτήτης τράτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράτα + κατάλ. άρης (πρβλ. βαρκ άρης)] …   Dictionary of Greek

  • τρατάρικο — το, Ν [τρατάρης] αλιευτικό πλοιάριο με τράτα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”